Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) διαρκώ

См. также в других словарях:

  • διαρκώ — διαρκώ, διάρκεσα και διήρκεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαρκώ — (AM διαρκῶ, έω) γίνομαι ή υπάρχω για αρκετό χρόνο, συνεχίζομαι, εξακολουθώ μσν. παραμένω σε κάποιο αξίωμα αρχ. 1. επαρκώ, είμαι αρκετός 2. ανταποκρίνομαι στις ανάγκες κάποιου 3. αντέχω …   Dictionary of Greek

  • διαρκώ — διάρκεσα, γίνομαι αδιάκοπα, υπάρχω χωρίς διακοπή: Η συζήτηση διάρκεσε ώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυκαιρίζω — διαρκώ πολύ χρόνο, παλιώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαιωνίζω — (AM διαιωνίζω) [αιών] 1. διατηρώ κάτι στους αιώνες, το κάνω αιώνιο 2. φρ. «διαιωνίζω το είδος», «διαιωνίζω το γένος» αποκτώ παιδιά, απογόνους νεοελλ. αναβάλλω τη λύση ενός ζητήματος, παρατείνω επ αόριστον («διαιωνίζω το πρόβλημα», «η ίδια… …   Dictionary of Greek

  • πολυκρατώ — (I) άω, Ν διαρκώ πολύ ή διατηρούμαι πολύ (α. «η βροχή δεν πολυκράτησε» β. «τα ψάρια δεν πολυκρατάνε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρατώ «διατηρώ, διαρκώ»]. (II) έω, Α [πολυκρατής] έχω πολλή δύναμη, είμαι πολύ ισχυρός …   Dictionary of Greek

  • συνδιαρκώ — έω, Α εξακολουθώ να διαρκώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαρκῶ «υπάρχω για αρκετό χρόνο, εξακολουθώ, συνεχίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • χρονίζω — ΝΜΑ [χρόνος] (αμτβ.) 1. αργοπορώ αδικαιολόγητα, χασομερώ 2. (για νόσο) γίνομαι χρόνιος 3. διαρκώ πολύ αρχ. 1. σπαταλώ τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», Ηρόδ.) 2. διαρκώ πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»