-
1 διαρκώ
[диарко] р. продолжатьсяΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαρκώ
-
2 продлиться
-
3 продолжаться
διαρκώ, συνεχίζομαι -
4 длиться
-
5 продолжать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продолжать
-
6 продлевать
-
7 продолжать
-
8 тянуть
тянуть 1) σέρνω, τραβώ 2) (медлить) παρατραβώ* \тянуть время χρονοτριβώ \тянуться 1) απλώνομαι 2) (простираться ) εκτείνομαι 3) (длиться ) διαρκώ* * *1) σέρνω, τραβώ2) ( медлить) παρατραβώтяну́ть вре́мя — χρονοτριβώ
-
9 тянуться
-
10 длиться
длитьсянесов διαρκώ, παρατείνομαι, ἐξακολουθώ. -
11 продолжаться
продолж||атьсяδιαρκώ, συνεχίζομαι, κρατώ, παρατείνομαι. -
12 простоять
просто||ятьсов1. см. простаивать·2. (сохраниться) διαρκώ, διατηρούμαι:хорошая погода \простоятьит еще некоторое время ἡ καλοκαιρία θά διαρκέσει ἀκόμα γιά λίγο καιρό. -
13 протягиваться
протягивать||ся1. (о руках) ἀπλώνομαι, τεντώνομαι, τείνομαΓ2. (о пространстве) ἐκτείνομαι·3. (вытянуться на диване и т. п.) разг ξαπλώνομαι, τεντώνομαι·4. (продлиться) разг διαρκώ, κρατώ. -
14 тяиуться
тяи||у́ться1. (о веревке, нитке и т. п.) τεντώνομαι, ἀπλώνομαι, εἶμαι τεντωμένος·2. (о густом, клейком) ρέω (или τρέχω) πολύ σιγά/ τεντώνομαι, ἀνοί-γω (о резине, коже и т. п.)·3. (длиться) διαρκώ, συνεχίζομαι/ κυλαω ἀργά (медленно):болезнь тянется уже месяц ἡ ἀρρώστεια διαρκεί ήδη ἕνα μήνα· разговор тянется слишком долго ἡ συζήτηση παρατείνεται πολύ· время тянется однообразно ὁ καιρός κυλάει μονότονα·4. (простираться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:за деревней тянутся поля ἔξω ἀπό τό χωριό ἀπλώνονται τά χωράφια·5. (двигаться медленно) σέρνομαι, πηγαίνω·6. (потягиваться) τεντώνομαι, ἐκτείνομαι·7. (стремиться κ чему-л.) τείνω, στρέφομαι/ перен ἔχω ζήλο γιά, μέ τραβάει:цветок тянется к со́лнцу τό ἀνθος στρέφεται προς τόν ήλιο· \тяиутьсяу́ться к знаниям ἔχω ζήλο γιά μάθηση·8. (стремиться сравняться с кем-л., не отставать):\тяиуться у́ться за товарищами δέν μένω πίσω ἀπό τους συντρόφους μου· ◊ из трубы \тяиутьсяу́лся легкяй дымо́к ἀπ' τό φουγάρο ἔβγαινε ἀραιός καπνός. -
15 длиться
[ντλίτ'σγια] ρ. διαρκώ -
16 продолжаться
[πρανταλζάτσα] διαρκώ, συνεχίζομαι -
17 длиться
[ντλίτ'σγια] ρ διαρκώ -
18 продолжаться
[πρανταλζάτσα] διαρκώ, συνεχίζομαι -
19 длить
длю, длишь ρ.δ. μακραίνω, μακρύνω, επιμηκύνω• παρατείνω, παρατραβώ (για χρόνο).μακραίνω, παρατείνομαι, παρατραβώ, διαρκώ. -
20 продлить
-длю -длишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. продленный, βρ: -лен, -лена, -леюρ.σ.μ. παρατείνω•продлить отпуск παρατείνω την άδεια•, продлить занятия παρατείνω τα μαθήματα.• продлить срок παρατείνω την προθεσμία.
παρατείνομαι• διαρκώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαρκώ — διαρκώ, διάρκεσα και διήρκεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαρκώ — (AM διαρκῶ, έω) γίνομαι ή υπάρχω για αρκετό χρόνο, συνεχίζομαι, εξακολουθώ μσν. παραμένω σε κάποιο αξίωμα αρχ. 1. επαρκώ, είμαι αρκετός 2. ανταποκρίνομαι στις ανάγκες κάποιου 3. αντέχω … Dictionary of Greek
διαρκώ — διάρκεσα, γίνομαι αδιάκοπα, υπάρχω χωρίς διακοπή: Η συζήτηση διάρκεσε ώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυκαιρίζω — διαρκώ πολύ χρόνο, παλιώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαιωνίζω — (AM διαιωνίζω) [αιών] 1. διατηρώ κάτι στους αιώνες, το κάνω αιώνιο 2. φρ. «διαιωνίζω το είδος», «διαιωνίζω το γένος» αποκτώ παιδιά, απογόνους νεοελλ. αναβάλλω τη λύση ενός ζητήματος, παρατείνω επ αόριστον («διαιωνίζω το πρόβλημα», «η ίδια… … Dictionary of Greek
πολυκρατώ — (I) άω, Ν διαρκώ πολύ ή διατηρούμαι πολύ (α. «η βροχή δεν πολυκράτησε» β. «τα ψάρια δεν πολυκρατάνε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρατώ «διατηρώ, διαρκώ»]. (II) έω, Α [πολυκρατής] έχω πολλή δύναμη, είμαι πολύ ισχυρός … Dictionary of Greek
συνδιαρκώ — έω, Α εξακολουθώ να διαρκώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαρκῶ «υπάρχω για αρκετό χρόνο, εξακολουθώ, συνεχίζομαι»] … Dictionary of Greek
χρονίζω — ΝΜΑ [χρόνος] (αμτβ.) 1. αργοπορώ αδικαιολόγητα, χασομερώ 2. (για νόσο) γίνομαι χρόνιος 3. διαρκώ πολύ αρχ. 1. σπαταλώ τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», Ηρόδ.) 2. διαρκώ πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia